υγρώσσω

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) υγραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κατάλ. -ώσσω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. καρδιώσσω, λοιμώσσω)].