-ές, Ααυτός που τρέφεται με νερό ή αυξάνεται από το νερό ή μέσα στο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμοτρεφής].