ανεμοτρεφής
Greek Monolingual
ἀνεμοτρεφής, -ές (AM)
(για δέντρα ή όπλα φτιαγμένα από ορισμένο ξύλο) αυτός που τρέφεται και δυναμώνει με την επίδραση του ανέμου («ἔγχος ἀνεμοτρεφές»)
αρχ.
εκείνος που τρέφεται, που φουσκώνει με τον άνεμο («ἀνεμοτρεφὲς κῡμα»).