υδραίικος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν Υδραίος
1. ο σχετικός με την Ύδρα («υδραίικα έθιμα»)
2. αυτός που προέρχεται από το παραπάνω νησί («υδραίικο κανάτι»).