υδρογονάνθρακας

Greek Monolingual

ο, Ν
χημ. συν. στον πληθ. οι υδρογονάνθρακες
μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων τών οποίων το μόριο αποτελείται μόνο από άνθρακα και υδρογόνο και οι οποίες αποτελούν το κύριο συστατικό τών πετρελαίων και των φυσικών αερίων ή συστατικά τών φυτικών και ζωικών κηρών ή απαντούν, ορισμένες από αυτές, στα δέντρα και σε άλλα φυτά (α. «κορεσμένοι υδρογονάνθρακες» β. «ακόρεστοι υδρογονάνθρακες» γ. «αρωματικοί υδρογονάνθρακες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydrocerbures (< υδρο- + cerbure «άνθρακας»). Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].