υδρογόνο

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

το, Ν
1. χημ. αέριο χημικό στοιχείο με σύμβολο Η, ατομικό αριθμό 1, ατομικό βάρος 1,008, το πιο απλό στοιχείο, του οποίου το άτομο αποτελείται από ένα πρωτόνιο και ένα ηλεκτρόνιο, άχρωμο, άοσμο και εύφλεκτο αέριο, 14,4 περίπου φορές πιο ελαφρό από τον αέρα, ένα από τα δύο συστατικά του νερού και το αφθονότερο χημικό στοιχείο του Γαλαξία
2. φρ. «βόμβα υδρογόνου- (φυσ.-στρ.) όπλο μαζικής καταστροφής, του οποίου η τεράστια ισχύς οφείλεται στην ενέργεια που απελευθερώνεται από αντίδραση πυρηνικής σύντηξης, δηλαδή αντίδρασης μεταξύ πυρήνων δευτερίου, ενός ισοτόπου του υδρογόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrogene (< υδρο- + -γόνο < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].