υδροξυοξύ

Greek Monolingual

το, Ν
συν. στον πληθ. τα υδροξυοξέα
χημ. γενική ονομασία οργανικών ενώσεων τών οποίων τα μόρια περιέχουν μία τουλάχιστον ομάδα καρβοξυλίου και μία τουλάχιστον ομάδα υδροξυλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. γαλλ. acides-alcools].