Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υδρόχρωμα
Greek Monolingual
το, Ν 1.χρωστικήουσία διαλυμένη σε νερό, κν. νερομπογιά 2. χρωματισμένο γαλάκτωμα ασβέστη, κατάλληλο για επίχρυση διαφόρων επιφανειών. [ΕΤΥΜΟΛ.<υδρ(ο)- +χρώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].