υμνολογώ

Greek Monolingual

ὑμνολογῶ, ὑμνολογέω, ΝΜΑ ὑμνολόγος
λέγω ή ψάλλω εκκλησιαστικούς ιδίως ύμνους
νεοελλ.
εγκωμιάζω, εξυμνώ.