ὑμνολογέω
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
A sing hymns or sing praise, Sm.Ps.64(65).9, PLond.3.1029.3 (iii A. D.).
II proclaim by hymns, ὅτι.. Phld.Mort. 17.
German (Pape)
[Seite 1178] lobsingen, Sp.
Spanish
Léxico de magia
alabar con cantos μέσον τῶν δύο Χερουβὶ<ν> καὶ Σαραφὶν ὑμνολογού<ν>των τὸν κύριον σε πάση<ς> στρατιᾶς en medio de los dos Querubines y el Serafín que te alaban con cantos a ti, el señor de todo ejército P XXXV 12
Greek Monolingual
ὑμνολογῶ, ὑμνολογέω, ΝΜΑ ὑμνολόγος
λέγω ή ψάλλω εκκλησιαστικούς ιδίως ύμνους
νεοελλ.
εγκωμιάζω, εξυμνώ.