ΜΑ, και ὑπανοίγνυμι Α ἀνοίγωανοίγω («ἄντρον ὑπανοίγει», Ιώσ.)αρχ.1. ανοίγω κάτι από κάτω ή λίγο2. ανοίγω κάτι κρυφά («ἡ δὲ τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα κομίζει τὴν πυξίδα», Λουκιαν.).