η / ὑπαρχή, ΝΜΑ ὑπάρχω1. αρχή2. φρ. «εξ υπαρχής» α) εξαρχήςβ) εκ νέου, πάλι (α. «του τά είπα όλα εξ υπαρχής» β. «πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑπαρχῆς ἐπανίωμεν», Αριστοτ.).