ὑπαρχή
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
ἡ,
A beginning, ἐν τῇ τῆς ἐπιστήμης ὑπαρχῇ Arist.Ph.247b29.
2 ὅλως μηδεμίαν ὑπαρχὰν ἔχοντος ὀπτίλλου, ἀλλ' ἢ χώραμ μόνον not a vestige of an eye, IG42 (1).121.75 (Epid., iv B.C.).
II very freq. in the phrase ἐξ ὑπαρχῆς, from the beginning or in the beginning, Arist.Pol.1293a2, al.; ἡ ἐξ ὑπαρχῆς γένεσις Id.HA590a21.
2 afresh, anew, ἐξ ὑπαρχῆς αὖθις S.OT132; πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑπαρχῆς ἐπανίωμεν Arist. de An.412a4; πάλιν οὖν οἷον ἐξ ὑπαρχῆς Id.Rh.1355b24; πάλιν ἐξ ὑπαρχῆς Id.PA685b29, D.40.16.
German (Pape)
[Seite 1183] ἡ, der Anfang; – ἐξ ὑπαρχῆς, von Neuem, wiederum; Soph. O. R. 132; Dem. 40, 16; Sp., wie Plut. Symp. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
commencement ; adv. • ἐξ ὑπαρχῆς dès le commencement, de nouveau, en recommençant, à priori.
Étymologie: ὑπάρχω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαρχή: ἡ начало Arst.; ἐξ ὑπαρχῆς:
1 сначала Soph., Arst., Plut.;
2 снова, сызнова Dem., Arst., Plut.;
3 до всякой опытной проверки: οὕτως ἄν τις ἐξ ὑπαρχῆς ἐπέλθοι Plut. так дело представляется априори.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαρχή: ἡ ἀρχή, ἐν τῇ τῆς ἐπιστήμης ὑπαρχῇ Ἀριστ. Φυσικ. 7. 3, 24· - ἀλλὰ ΙΙ. σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει ἐν τῇ φράσει ἐξ ὑπαρχῆς, ἐξ ἀρχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 4. 6, 5. κ. ἀλλ.· ἡ ἐξ ὑπ. γένεσις ὁ αὐτ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 8. 2, 14· ἐξ ὑπ. αὖθις Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 132. 2) ἐκ νέου, πάλιν, Λατ. denuo, πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑπ. ἐπανίωμεν Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 1, 1· πάλιν οὖν οἷον ἐξ ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 1, 15· πάλιν ἐξ ὑπ. ὁ αὐτ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 10, 1, Δημ. 1013. 9.
Greek Monolingual
η / ὑπαρχή, ΝΜΑ ὑπάρχω
1. αρχή
2. φρ. «εξ υπαρχής»
α) εξαρχής
β) εκ νέου, πάλι (α. «του τά είπα όλα εξ υπαρχής» β. «πάλιν ὥσπερ ἐξ ὑπαρχῆς ἐπανίωμεν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ὑπαρχή: αρχή· ἐξ ὑπαρχῆς, εξ αρχής, από την αρχή, εκ νέου, ξανά, και πάλι, Λατ. denuo, σε Σοφ., Δημ.
Middle Liddell
the beginning: ἐξ ὑπαρχῆς, from the beginning, afresh, anew, Lat. denuo, Soph., Dem.