υπελαύνω

Greek Monolingual

Α
(σχετικά με ίππο) οδηγώ προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐλαύνω «προχωρώ, οδηγώ, κινώ, πλέω»].