και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α1. μέσ. ευφραίνομαι σε μέγιστο βαθμό2. ενεργ. προκαλώ μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἥδομαι «ευφραίνομαι, χαίρομαι»].