υπερήνωρ

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ὑπεράνωρ, -ορος, ὁ, ἡ, Α
1. ὑπερηνορέων
2. (για ψυχικές ιδιότητες) αυτός που ενέχει ή δηλώνει ανδρεία, υψηλοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ήνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ἀντήνωρ].