Αακουμπώ πάνω σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐπικλίνω «στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ, βρίσκομαι σε επικλινή θέση»].