υπερλάμπω
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
υπερτερώ ως προς τη λαμπρότητα
αρχ.
1. λάμπω υπέρμετρα
2. υπερέχω ως προς τη μεγαλοπρέπεια
3. σκορπίζω λάμψη σε κάτι.
ΜΑ
μσν.
υπερτερώ ως προς τη λαμπρότητα
αρχ.
1. λάμπω υπέρμετρα
2. υπερέχω ως προς τη μεγαλοπρέπεια
3. σκορπίζω λάμψη σε κάτι.