υπερφέρω

Greek Monolingual

Α
1. περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, μεταφέρω κάτι πάνω από κάτι άλλο («καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῦς», Θουκ.)
2. μεταφυτεύομαι
3. εξέχω, προεξέχω, βρίσκομαι πιο ψηλά από κάτι («ἡ σελήνη φεύγει τὴν Στύγα μικρὸν ὑπερφέρουσα», Πλούτ.)
4. υπερέχω, έχω τα πρωτείαοὔτε χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα», Ηρόδ.)
5. (για νερό) περνώ πάνω από κάτι, κατακλύζω («τῆς θαλάσσης ὑπερενεχθείσης τοῦ σκάφους», Ιωάνν. Χρυσ.).