-ές, ΜΑπάρα πολύ φωτεινός, υπέρλαμπροςμσν.λαμπρός και διαφανής («τῆς ὑπερφαοῦς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. περιφαής].