Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υπερφυσικός
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπερφυσικός, -ή, -όν, ΝΜ αυτός που βρίσκεται πάνω από τους φυσικούς νόμους (α. «υπερφυσικά φαινόμενα» β. «υπερφυσικές δυνάμεις») νεοελλ. 1. εξαιρετικά μεγάλος, σημαντικός, ή δυνατός, τεράστιος 2.το αρσ. ως ουσ.οπαδός του υπερφυσικισμού.