υπνηλός

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
1. νυσταλέος, νυσταγμένος
2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.)
2. υπνωτικός.
επίρρ...
ὑπνηλῶς Μ
νυσταλέα, νυσταγμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνος + κατάλ. -ηλός (πρβλ. σφριγηλός)].