η, Νσυμβολή σε κάτι, ενίσχυση της προσπάθειας κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβοηθώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποβοήθησις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].