υποκίνδυνος
Greek Monolingual
-ον, Α
1. κάπως επικίνδυνος
2. αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κίνδυνος (πρβλ. ἐπικίνδυνος)].
-ον, Α
1. κάπως επικίνδυνος
2. αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κίνδυνος (πρβλ. ἐπικίνδυνος)].