ὑποκελεύω ΝΑ κελεύωνεοελλ.ναυτ. επαναλαμβάνω το κέλευσμα του αξιωματικού της φυλακήςαρχ.επιτελώ το έργο του κελευστή, δηλαδή τραγουδώντας την ναυτική ωδή δίνω ρυθμό στους κωπηλάτες.