-άω, ΜΑμτφ. κάμπτω, λυγίζω λίγο («τὰς ψυχὰς ὑποκλωμένους», Ιώσ.)αρχ.1. θραύω, σπάζω από κάτω2. (στην χειρομαντεία) περιβάλλω, περικλείω με καμπύλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλῶ «σπάζω»].