υποσκάπτω
Greek Monolingual
ὑποσκάπτω ΝΑ, και υποσκάβω Ν σκάπτω
σκάβω αποκάτω
νεοελλ.
μτφ.
1. υπονομεύω
2. κλονίζω, φθείρω κάτι με συνεχείς προσπάθειες («μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να υποσκάψει την θέση του συναδέλφου του»)
αρχ.
1. σκάβω γύρω από κάτι και επιφανειακά
2. σχηματίζω μικρές λακκούβες με τα πέλματά μου, καθώς βαδίζω.