υποσχίζω

Greek Monolingual

Α σχίζω
1. σχίζω κάτι αποκάτω ή το σχίζω λίγο
2. παθ. ὑποσχίζομαι
(για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδώνομαι
3. ανοίγω όρυγμα σε μια περιοχή
4. καταστρέφω έναν τόπο.