Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ΜΑ τρίβω1. τρίβω ελαφρά2. τρίβω και ανακατεύω με άλλο υλικό3. (το παθ.) ὑποτρίβομαι(για τις οπλές τών αλόγων) φθείρομαι από το τρίψιμο.