υπουργήσιμος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που είναι πιθανόν να γίνει υπουργός («ο τάδε φέρεται ως υπουργήσιμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπουργώ + κατάλ. -σιμος (πρβλ. συζητήσιμος). Η λ., στον πληθ. ὑπουργήσιμοι, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].