υστερεκτομή
Greek Monolingual
η, Ν
1. ιατρ. υφολική, ολική ή ριζική εξαίρεση της μήτρας από την κοιλιακή ή από την κολπική οδό
2. (κτην.) χειρουργική επέμβαση που συνίσταται σε αποκοπή της μήτρας οικόσιτων σαρκοφάγων ζώων ως αγωγή της συλλογής πύου στο όργανο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hysterectomy < υστέρα «μήτρα» + εκτομή].