υστερογενής

Greek Monolingual

-ές / ὑστερογενής, -ές, ΝΜΑ
υστερόχρονος, μεταγενέστερος
νεοελλ.
1. αυτός που γεννήθηκε τελευταίος ή μετά τον θάνατο του πατέρα
2. αυτός που γεννήθηκε μετά τον πρωτότοκο αδελφό, δευτερότοκος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑστερογενές
το τέλος.
επίρρ...
υστερογενώς / ὑστερογενῶς ΝΜΑ
μεταγενέστερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πρωτογενής].