υστερόχρονος
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑστερόχρονος, -ον, ΝΜ
αυτός που γίνεται μετά από κάποιον άλλο, μεταγενέστερος.
επίρρ...
υστερόχρονα Ν
σε μεταγενέστερο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. προτερό-χρονος, πρωτόθρονος.