υφαίμων

English (LSJ)

υφαίμον, gen. ονος, containing blood, ῥόοι Hp.Loc.Hom.47.

Greek Monolingual

ὕφαιμον, Α
αυτός που περιέχει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -αίμων (< αἷμα), πρβλ. ἐναίμων, συναίμων].