αίμων

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source

Greek Monolingual

αἵμων -ονος, ο (Α)
1. αβέβαιης σημασίας
στην ομηρ. φράση «Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης...» σήμαινε πιθ. «τον πρόθυμο για» ή, κατά νεώτερη ετυμολογία (βλ. ετυμολ. λ. αίμα), «αυτόν που χτυπάει με βέλη» (< ἵημι)
2. γεμάτος αίματα, καταματωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. (1) οδηγεί μάλλον στην ετυμολόγηση της λ. από το ἵημι (βλ. λ. αἷμα), ενώ η σημ. (2) πρέπει να έχει προέλθει με απόσπαση του αἵμων από σύνθετα της λ. αἷμα (ἀν-αίμων, φιλ-αίμων, πολυ-αίμων κ.τ.ό.), δηλ. σε χρόνους που η λ. αἷμα είχε ήδη αποκτήσει τη γνωστή σημασία της].