υφαντουργός

Greek Monolingual

ο και η / ὑφαντουργός, -όν, ΝΜ
ο υφαντής
νεοελλ.
1. ιδιοκτήτης υφαντουργείου
2. μηχανικός υφαντουργείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαντός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός, σιδηρουργός].