ὑφαντουργός

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαντουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ὑφαίνων, κατασκευάζων ὑφάσματα, τὸ «μῆνιν ὕφαινεν ἀπὸ τῶν ὑφαντουργῶν» Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 65, 25.

German (Pape)

gewebte Arbeit machend, Tzetz.