υψίζυγος

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται ψηλά στα εδώλια της κωπηλασίας
2. (για τον Δία) μτφ. αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά, που κυβερνά από ψηλάΖεὺς δὲ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. πολύζυγος].