φάγωμα

Greek Monolingual

το, Ν φαγώνομαι
1. η ενέργεια του τρώγω, βρώση
2. φθορά που οφείλεται σε τριβή ή σε διάβρωση
3. μτφ. γκρίνια, διχόνοια, φαγωμάρα.