φάλης
German (Pape)
[Seite 1253] ητος, ὁ, = φαλλός, das männliche Glied; Ar. Thesm. 291 Lys. 771; Theocr. ep. 4, 3 (IX, 437), παιδογόνος; vgl. Jac. A. P. 565. Die Attiker sollen φαλῆς betont haben.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
c. φαλλός.
Greek Monolingual
-ητος, και φαλῆς, -ῆτος, ὁ, Α
1. φαλλός
2. ως κύριο όν. ὁ Φάλης και Φαλῆς
1. θεός του οποίου η λατρεία, όπως και του Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή λατρεία
2. προσωνυμία του Ερμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φαλλός, πιθ. κατά το μύκης, -ητος / -εω].
Russian (Dvoretsky)
φάλης: ητος (ᾰ) ὁ Arph., Theocr. = φαλλός.