φαλῆς
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ῆτος, or φάλης, ητος
A (φάλεω Hippon.14 Diehl), ὁ, = φαλλός, S.Ichn.145 (pl.), Ar.Lys.771 (hex.), Theoc.Ep.4.3.
II φᾰλῆς, ῆτος, ὁ, Phales, Φ. ἑταῖρε Βακχίου Ar.Ach.263 (lyr.): also written Φάλης, ητος (which acc. to Sch.Ar.l.c. was the Dor. form), Sophr.39, Luc.JTr.42.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλῆς: ῆτος, ἢ φάλης, ητος, ὁ, = φαλλός, Ἀριστοφ. Λυσ. 771, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3. ΙΙ. Φᾰλῆς, ῆτος, ὁ, θεός τις, οὗ ἡ λατρεία ὡς ἡ τοῦ Πριάπου συνεδέετο πρὸς τὴν τοῦ Διονύσου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 263, κἑξ.· ὡσαύτως φέρεται Φάλης, ητος (ὅπερ κατὰ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἦτο ὁ Δωρ. τύπος), Σώφρων παρὰ τῷ Ahrens D. D. 465, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγωδ. 42.
Middle Liddell
φᾰλῆς, ῆτος, ὁ, = φαλλός:—as a divinity
Phales, associated with the worship of Bacchus, Ar.