φέρελπις

Greek Monolingual

-έλπιδος, ο, Ν
(λόγιος τ.) αυτός που εμπνέει ελπίδα, ελπιδοφόροςφέρελπις νέος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ελπίς. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].