φέτα

Greek Monolingual

η, Ν
1. λεπτό και επίμηκες τεμάχιο, ιδίως εδέσματος («μια φέτα ψωμί»)
2. φρ. «τυρί φέτα» — είδος μαλακού λευκού τυριού που διατηρείται στην άλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fetta].