φήγινος

English (LSJ)

η, ον, oaken, ἄξων Il.5.838; ὄζος Call.Epigr.36, cf. Dsc. Eup.1.102.

German (Pape)

[Seite 1267] vom Holze der Buche, buchen; Il. 5, 838; oft bei sp. D., ὄζος, κολοσσός, Callim. 30 Eryci. 4 (VI, 351. IX, 237).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de chêne.
Étymologie: φηγός.

Russian (Dvoretsky)

φήγῐνος: дубовый (ἄξων Hom.; ὄζος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φήγῐνος: η, ον. ἐκ φηγοῦ, φήγινος ἄξων Ἰλ. Ε. 838, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 351, κλπ.

English (Autenrieth)

of oak-wood, oaken, Il. 5.838†.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. -ινος (πρβλ. πύξινος)].

Greek Monotonic

φήγῐνος: -η, -ον, δρύινος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φήγῐνος, η, ον
oaken, Il. [from φηγός