φαγάς

German (Pape)

[Seite 1249] od. φαγᾶς, οῦ od. ᾶ, ὁ, der Fresser, Cratin., s. Lob. Phryn. p. 434.

Greek Monolingual

ο / φαγᾱς, ΝΜΑ, θηλ. φαγού, ουδ. φαγούδικο, Ν
αδηφάγος, λαίμαργος
νεοελλ.
παροιμ. «απ' ακριβό βλέπεις, από φαγά δε βλέπεις» — είναι πιο εύκολο να δώσει χρήματα ο φιλάργυρος, παρά φαγητό ο λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -ᾶς του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. κορυζ-ᾶς: κόρυζα)].