φαιδρωπός
English (LSJ)
φαιδρωπόν, (ὤψ) with bright, joyous look, of a young lion (cf. χαροπός), A.Ag.725 (lyr.); ὄμμα φ. E.Or.894.
German (Pape)
[Seite 1250] mit klarem, heiterm Gesicht, Aesch. Ag. 707; ὄμμα φ. Eur. Gr. 892.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui a le visage brillant de joie, l'air riant.
Étymologie: φαιδρός, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
φαιδρωπός: весело глядящий, радостный (λέοντος ἶνις Aesch.; ὄμμα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
φαιδρωπός: -όν, (ὢν) ὁ ἔχων λάμπον ἢ χαροπὸν βλέμμα, ἐπὶ λεοντιδέως (πρβλ. χαροπός), φαιδρωπὸς ποτὶ χεῖρα σαίνων τε γαστρὸς ἀνάγκαις Αἰσχύλ. Ἀγ. 725· ὄμμα φαιδρωπόν, «χαροπόν, χαρίεν, ἱλαρὸν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ὀρ. 894.
Greek Monolingual
-όν, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπρό ή χαρωπό βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + κατάλ. -ωπός].
Greek Monotonic
φαιδρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει λαμπερό, γεμάτο ευχαρίστηση βλέμμα, σε Αισχύλ., Ευρ.