φαικάσιον
English (LSJ)
τό, = φαικάς (shoe, white shoe), Eratosth. 9, Wilcken Chr. 20 iii 7 (ii AD), App. BC 5.11, Plu. Ant. 33, etc.
German (Pape)
[Seite 1250] τό, dim. vom Vorigen; Plut. Ant. 33; App. B. C. 5, 17.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
chaussure blanche des gymnasiarques athéniens et des prêtres égyptiens.
Étymologie: φαικάς.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. υποκορ. τ. του φαικάς
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῦ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + επίθημα -ά-σιον (πρβλ. γυμνάσιον)].
Greek Monotonic
φαικάσιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του φαικάς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φαικάσιον: τό Plut. demin. к φαικάς.