φαιόχρους

Greek Monolingual

-ουν, Ν
φαιόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χρους (< χρώς, -τός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. λευκό-χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Όμηρος].