φανέρωμα

Greek Monolingual

το, Ν φανερώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φανερώνω, αποκάλυψη («το φανέρωμα της κατάχρησης»)
2. εμφάνιση, παρουσίαση
3. εκδήλωση («οι τόσο συχνές ληστείες τραπεζών αποτελούν νοσηρά φανερώματα της κοινωνίας μας»).