-ιά, -ύ, Νευρύς, πλατύς. επίρρ...φαρδιά Νευρέως, πλατιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εὐ-φραδής «σαφής», κατά τα επίθ. σε -υς (πρβλ. πλατύς)].